Θεματικά κέντρα
Οι θυσίες που
απαιτούνται για τα μεγάλα έργα
Το συναίσθημα της
ευθύνης του πρωτομάστορα
Η δύναμη της κατάρας
Η αδελφική αγάπη
ΕΝΟΤΗΤΕΣ- ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ
• 1η Ενότητα (στ.1-13): Εισαγωγή - Το χτίσιμο και το
γκρέμισμα του γεφυριού, καθώς και ο θρήνος των μαστόρων και των μαθητάδων.
• 3η Ενότητα (στ.14-20): Η υποταγή στη μοίρα.
• 4η Ενότητα (στ.21-29): Η άφιξη της γυναίκας και η
εξαπάτηση της από τους μαστόρους.
• 5η Ενότητα (στ.30-34): Το στοίχειωμα της κόρης
• 6η Ενότητα
(στ.35-40): Ο θρήνος και η κατάρα.
• 7η Ενότητα (στ.41-46): Η αλλαγή της κατάρας και το
στέριωμα του γεφυριού.
Ο
Πρωτομάστορας
Παρά τον πόνο του
υπακούει στην εσωτερική φωνή του
καθήκοντος. Θεωρεί υποχρέωσή του
να ολοκληρώσει την αποστολή του. Ζει μια εσωτερική δραματική
πάλη ανάμεσα στο Καθήκον και την Αγάπη,
για την γυναίκα του. Η θλίψη του
εκφράζεται στον στίχο πέφτει του
θανάτου αλλά τελικά ιεραρχεί το πρέπει απέναντι στο θέλω. Παραγγέλνει στην γυναίκα του να έλθει
όσο πιο αργά μπορεί -μήπως ελπίζει κάτι να αλλάξει εντωμεταξύ;
Η Λυγερή
Η θυσιαζόμενη γυναίκα είναι
το αθώο θύμα, το τραγικό πρόσωπο
που ενώ δεν ευθύνεται, θυσιάζεται. Όταν
αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται να εντοιχιστεί,
θρηνεί για την άδικη μοίρα της
και καταριέται. Όμως, αλλάζει την βαριά κατάρα της όταν της θυμίζουν πως μπορεί να περάσει από εκεί ο αδελφός της που
βρίσκεται στην ξενιτειά. Η αγάπη για τον αδελφό, η οικογένεια αποδεικνύονται πιο ισχυρά από το
ατομικό συμφέρον της γυναίκας. Ο
αδελφός, θα συνεχίσει την γενιά εφόσον η
ίδια δεν θα μπορέσει να το κάνει γεννώντας παιδιά.
• Ποια τυπικά
γνωρίσματα του δημοτικού τραγουδιού αναγνωρίζουμε στο συγκεκριμένο τραγούδι; Α)
τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο Β) την έλλειψη ομοιοκαταληξίας Γ) τις
προσωποποιήσεις (π.χ. το πουλάκι που μιλάει ανθρώπινα) Δ) τις υπερβολές (π.χ.
εξήντα μαθητάδες, του θανάτου πέφτει, όλον τον κόσμο ανάγειρα...) Ε) το σχήμα
του αδυνάτου (π.χ. αν τρέμουν τ’άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι...) Στ) το
διάλογο Ζ) τις επαναλήψεις (π.χ. Ολημερίς το χτίζανε..., τρέμει-πέφτουν,
αργά-γοργά) Η) τους συμβολικούς αριθμούς (μαγικός αριθμός 3 και πολλαπλάσιά
του: σαράντα πέντε, εξήντα, τρεις)
• Μπορούμε να
επιβεβαιώσουμε ότι το τραγούδι ανήκει στις παραλογές;
1. Είναι πολύστιχο
(46 στίχοι)
2. Είναι
αφηγηματικό: η αφήγηση γενικά είναι αντικειμενική και ο αφηγητής αμέτοχος και
ετεροδιηγητικός. Ωστόσο σε αρκετά σημεία κυριαρχεί ο δραματικός ενεστώτας
που προσδίδει στο τραγούδι δραματικότητα (π.χ. Μοιριολογούν, πιάνει, μηνάει,
τους χαιρετά...) 3. Στην αφήγηση παρεμβάλλεται ο διάλογος που ζωντανεύει
το τραγούδι και το κάνει πιο θεατρικό (π.χ. «Α δε στοιχειώσετε
άνθρωπο...», «Γοργά ντύσου...», «Γεια σας...»)
4. Το
περιεχόμενο είναι πλαστό παραμυθικό
και εξωλογικό με μαγικά στοιχεία: συμβαίνουν παράδοξα
γεγονότα: γκρέμισμα του γιοφυριού κάθε βράδυ, ανθρώπινη ομιλία πουλιού
5. Η υπόθεση
είναι ολοκληρωμένη και το τέλος της δραματικό:
ο εντοιχισμός της Λυγερής στο γεφύρι…
6.
Υπάρχουν ομοιότητες με τους αρχαίους
ελληνικούς μύθους: η θυσία της Λυγερής
θυμίζει τη θυσία της Ιφιγένειας. Το πουλί- αγγελιοφόρος θυμίζει τον Άγγελο της αρχαίας τραγωδίας που
μεταφέρει ειδήσεις που συμβάλουν στη
λύση του προβλήματος ή και τον από μηχανής θεό του Ευριπίδη, υπάρχει το σχήμα του Αδυνάτου που συναντάμε
και στα Ομηρικά έπη, ο αριθμός 3 και τα πολλαπλάσιά του υπάρχει και στην Ιλιάδα.
• Ποιος είναι
ο ρόλος του πουλιού στο τραγούδι;
Ο ρόλος του είναι διπλός: Α. Λειτουργεί
ως εντολοδόχος της μοίρας για να δώσει λύση στο αδιέξοδο
(αποκαλύπτει τη λύση του προβλήματος) Β. Λειτουργεί ως αγγελιαφόρος,
προκειμένου να εκτελεστεί η εντολή (δίνει το μήνυμα στη γυναίκα) Πρέπει να
επισημάνουμε τα εξής: είναι πολύ
συνηθισμένη τεχνική στα δημοτικά τραγούδια, ζώα, πουλιά και φυσικό
περιβάλλον να συμμετέχουν στην υπόθεση. Στην περίπτωσή μας, λοιπόν, το
πουλάκι προσωποποιείται (μιλάει σαν άνθρωπος). Προκύπτει ιδιαίτερη τραγικότητα
από την επιλογή 2 διαφορετικών επιρρημάτων, που μάλιστα ακούγονται περίπου το
ίδιο (παρήχηση: αργά-γοργά): η εντολή του Πρωτομάστορα είναι να
ετοιμαστεί η γυναίκα του αργά, για να έρθει στο γεφύρι, γεγονός που δείχνει
ίσως την κρυφή αλλά μάταιη ελπίδα του να σωθεί η γυναίκα του, και πιο πιθανό να
αποκαλύπτει την επιθυμία του να παρατείνει όσο μπορεί τη ζωή της. Από την άλλη
μεριά το πουλί παρακούει και της λέει να
ετοιμαστεί γοργά (= γρήγορα), λόγω της ομοιότητας των 2 λέξεων, αλλά, κυρίως,
για να εφαρμοστεί το μοιραίο!!
Τα
συναισθήματα των πρωταγωνιστών:
• Ο Πρωτομάστορας βρίσκεται αρχικά σε
σύγχυση και προβληματίζεται από το
γκρέμισμα του γεφυριού. Αισθάνεται ταυτόχρονα
την προσωπική του ευθύνη απέναντι
στο κοινωνικό σύνολο. Όταν μαθαίνει ότι πρέπει να θυσιάσει την γυναίκα του
οδηγείται σε απελπισία και απόγνωση: του θανάτου πέφτει. Πικραίνεται όταν βλέπει τη γυναίκα του :
ραγίζεται η καρδιά του, είναι βαργωμισμένος
. Επιλέγει να θυσιάσει την προσωπική του ευτυχία στο κοινωνικο συμφέρον κάτι
που δείχνει την υπευθυνότητά του και την ηγετική του φυσιογνωμία.
Υποτάσσεται στο μοιραίο : ρίχνει μέγα λίθο. Μάς θυμίζει ένα άλλο τραγικό πρόσωπο της ελληνικής λογοτεχνίας, τον Αγαμέμνονα
που θυσίασε την κόρη του Ιφιγένεια για
να γίνει η εκστρατεία την Τροία.
• Η Λυγερή είναι υπάκουη στο κάλεσμα
του άντρα της (Να τηνε....), πρόσχαρη
και γελαστή όταν φτάνει στο γεφύρι (Γεια σας, χαρά σας...). είναι πρόθυμη
να βοηθήσει και να βρει η ίδια το
δαχτυλίδι. Φαίνεται έτσι το ενδιαφέρον
και η αγάπη για τον άντρα της (μην πικραίνεσαι...) και η
αφοσίωση στο γάμο της. Όταν, τελικά, αντιλαμβάνεται πως έχει πέσει σε
μια τραγική παγίδα νιώθει αγωνία και πανικοβάλλεται. Ικετεύει τον πρωτομάστορα να την ανεβάσει επάνω:
τράβα καλέ μου τον άλυσο. Την αγάπη και αφοσίωση διαδέχεται η πίκρα και η αγανάκτηση για τη μοίρα της: αλίμονο, γι’
αυτό καταφεύγει στην κατάρα να μην στεριώσει το γεφύρι. Το μίσος της είναι παροδικό. Φοβάται για τον αδελφό της και η αδερφική
αγάπη, που υπερισχύει στο μυαλό και στην καρδιά της και την οδηγεί στο να
μεταβάλει σε ευχή την κατάρα: το γεφύρι να στεριώσει. Είναι ένα αθώο πρόσωπο
που μόνο να αγαπά μπορεί. Και τραγική
καθώς θυσιάζεται ενώ δεν έχει καμιά
ευθύνη. Προδομένη από όλους καθώς όλοι
γνωρίζουν την τραγική μοίρα της εκτός από την ίδια.
Πώς λειτουργεί
ο χρόνος;
Η αφήγηση
είναι χρονολογική , ακολουθεί γραμμικά
έναν χρονικό άξονα από την αρχή των
γεγονότων ως το τέλος.
Υπάρχει αναδρομική αφήγηση. Η Λυγερή
γυρίζει στο παρελθόν για να αναφέρει τι συνέβη στις δυο της αδελφές.
Υπάρχει
πρόληψη. Η Λυγερή αναφέρεται στο μέλλον
όταν σκέπτεται την πιθανότητα να περάσει ο αδελφός της από το γεφύρι
κατά την επιστροφή του από τα ξένα.
Δημιουργική
γραφή
Το ημερολόγιο
του πρωτομάστορα (του μαθητή Μπέση Παναγιώτη, Γ3 (από το
Διαδίκτυο)
Το να γράψεις τι έγινε σήμερα δεν είναι εύκολο.
Μερικά πράγματα δύσκολα γίνονται λέξεις. Ίσως σήμερα να αντιμετώπισα τέτοια
πράγματα. Μα ο δάσκαλός μου από την πόλη των Ιωαννίνων, που μου έμαθε τη τέχνη
μου και τα γράμματα, μου είπε να γράφω κάθε μέρα. έτσι θα κάνω και σήμερα.
Είναι μέρες τώρα που γράφω για το αναθεματισμένο
εκείνο γεφύρι, που δεν στεριώνει με κανένα τρόπο και κανέναν κόπο.
Έτσι λοιπόν και τη σημερινή πρωία αυτό γυρνούσε στο
μυαλό μου. Ζαλγκώθηκα λοιπόν από νωρίς τα εργαλεία μου και πήγα στην δουλειά
μου.
Εκεί λοιπόν, μετά από λίγο, στάθηκε ένα πουλί
με ανθρώπινη λαλιά και κακά μαντάτα μου έφερε. Είπε πως για να στεριώσει το
γιοφύρι θα έπρεπε εγώ, ο ίδιος , να σκοτώσω τη γυναίκα μου. Θα έπρεπε δηλαδή να
δώκω τη λυγερή θυσία στα στοιχειά του τόπου. Τον λόγο του γοργά τον ετελείωσε
κι όλοι γύρω άρχισαν εμένα να κοιτούν. Εμένα τον δύσμοιρο που τα ποδάρια μου
λυγίσαν, το στομάχι μου σφίχτηκε, πρώτη φορά που ένιωσα έτσι. Και πως να
πήγαινα στην λυγερή που αλλιώς δε μπόρεγα να κάμω. Ξεκίνησα να κάμω το πρώτο
βήμα ενώ η ζαλάδα τα σκοτείνιαζε όλα. Μήτε έπεσε μήδε στάθηκα μα περπατώντας
γύρισα σπίτι.
Έφτασα γρήγορα. Ο δρόμος είναι μικρός απ’ το γιοφύρι
ως το σπίτι. Μόλις μπήκα μέσα την είδα, έκανε τις δουλειές του σπιτιού ως
συνήθως. Με κοίταξε, την κοίταξα κι εγώ. Πήρα ανάσα βαθιά και της είπα να
ντυθεί αργά και σιγά σιγά να κατεβεί στο γιοφύρι. Όμως το μαυροπούλι άλλαξε την
εντολή μου. Κι έτσι η γυναίκα μου γρήγορα ντύθηκε και ήρθε αμέσως στο γιοφύρι.
Όταν έφτασε περιποιημένη, έχοντας διώξει τη σκόνη και
τη κούραση από τη δουλειά, έλαμπε από ομορφιά. Βάλθηκα λοιπόν να την κοιτάζω.
Μα δεν άργησε η ιδέα του θανάτου να φανεί και με ξανάπιασε η λύπη. Της είπαν
οι άλλοι, πως δήθεν μου έπεσε η βέρα μέσα στο γιοφύρι και πως γι’ αυτό
είμαι έτσι, λυπημένος. Εγώ δεν έβγαλα κουβέντα. Την είδα
σιγά - σιγά να
κατεβαίνει στο γεφύρι με το σκοινί δεμένη. Και να ψάχνει για τη βέρα. Μα η
βέρα, όπως όλοι καλά ξέραμε, έκτος από αυτή, δεν ήταν πουθενά. Τότε λοιπόν
μου φάνηκε πιο όμορφη, από ποτέ άλλοτε, την λυπήθηκα πραγματικά. Όμως οι
ευθύνες, οι ευθύνες μου απέναντι στο χωριό και η ιδέα της ντροπής που θα ‘νιωθα
μπροστά στους συγχωριανούς, στα παιδιά που θα έκανα, στην ίδια τη γυναίκα μου
με έπεισαν. Έπρεπε να θυσιαστεί. Παίρνω τότε τη πρώτη πέτρα και τη ρίχνω πάνω
της. Και μαζί με τους άλλους μαστόρους αρχίσαμε να τη χτίζουμε.
Εκείνη άρχισε να βλασφημά τη μοίρα της. Μα εμείς ούτε
το καταραμένο γιοφύρι δεν την αφήσαμε να καταραστεί. Της θυμίσαμε τον
αδερφό της στην ξενιτιά κι ότι αν τύχει και περάσει θα πέσει στη κατάρα της.
Αυτή μυαλωμένη που ήταν την άλλαξε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου