Θεματικά κέντρα:
Η αγριότητα των Γερμανών και η αφέλειά τους.
Το θάρρος, η ευρηματικότητα των μικρών αγωνιστών της
ελευθερίας.
Ενότητες: 1η:
Γενάρης του 42… ο φόβος του είναι πράγμα άγνωστο, το αστείο η ζωή του: Το Γενάρη
του 42 σε συνθήκες πείνας, κρύου και φόβου ο πιτσιρίκος αντιστέκεται.
2η:Βραδάκι στο Ζάππειο … Αφίτερζεν : Μια ομάδα
πιτσιρίκων ξεγελούν ένα Γερμανό στρατιώτη και του κλέβουν με πονηριά τις
ρεζέρβες του αυτοκινήτου.
3η Κι ο Κύκλωπας …
έγιναν άφαντοι: Η αποκάλυψη της απάτης και η εξαγρίωση του Γερμανού στρατιώτη.
Αφηγηματικοί τρόποι:
Ποιος αφηγείται, σε ποιο πρόσωπο,
συμμετέχει στην υπόθεση;
·
Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο
(τριτοπρόσωπη), Ο αφηγητής δεν συμμετέχει στην ιστορία (ετεροδιηγητικός). Όμως σχολιάζει και είναι παρών γνωρίζοντας όλα
όσα συμβαίνουν και εξωτερικά αλλά και
εσωτερικά, αφού γνωρίζει τις σκέψεις των ηρώων. Είναι παντογνώστης αφηγητής.
·
Σε ορισμένα
σημεία ο αφηγητής απευθύνεται στον αναγνώστη στο β΄
πρόσωπο ενικού αριθμού:
Νομίζεις πως το κρύο, η πείνα και ο φόβος αγωνίζονται ποιο απ’ τα
τρία αυτά κακά θα καταφέρει να γονατίσει μια ώρ’ αρχύτερα τον αναιδέστατον αυτό
λαό, που σε πείσμα κάθε λογικής εξακολουθεί να ζει και να υπάρχει.
Γιατί εκείνοι χυμούν σαν αετοί
ακριβώς τη στιγμή που δεν τους περιμένεις
και οι ρεζέρβες κάνουν φτερά.
Με τη χρησιμοποίηση του β΄
προσώπου ο αφηγητής βάζει στην υπόθεση και τον αναγνώστη, τον οικειοποιείται για να τον
κάνει συμμέτοχο. Το ύφος στα
σημεία αυτά γίνεται οικείο και φιλικό.
- Η χρήση
του Ενεστώτα δίνει την εντύπωση πως τα γεγονότα διαδραματίζονται τώρα εξαφανίζοντας την χρονική απόσταση από
το παρελθόν.
- Χρησιμοποιούνται
διάλογοι που δίνουν ζωντάνια
και παρουσιάζουν την εσωτερική σκέψη των πρωταγωνιστών.
Οι διάλογοι είναι χιουμοριστικοί και παραστατικοί με αποτέλεσμα το αφήγημα να μοιάζει
με θεατρική παράσταση (θεατρικότητα).
- Ο
αφηγητής χρησιμοποιεί σχόλια στα
οποία αναφέρεται κυρίως στον τρόπο
σκέψης των Γερμανών που υποτιμούν
τους Έλληνες και
πιστεύουν στην ανωτερότητα της δικής τους φυλής, της Αρείας φυλής,
σύμφωνα με το κήρυγμα του Χίτλερ.
Ο συγγραφέας ειρωνεύεται τον Γερμανό στρατιώτη, αφού ακόμη κι ένα
μικρό παιδί μπορεί να τον ξεγελάσει.
Τα ξέρει αυτά ο κάθε Γερμανός που του
εμπιστεύθηκαν αυτοκίνητο, γιατί πολλά είδαν και πάθαν όλοι τους από τους
σαλταδόρους.
Ξεκαρδίζεται ο
Κύκλωπας. Τι κουτοί που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα!
Τι
παιχνιδιάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα!
Κουτοί και
πεισματάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Ένας πελώριος Γερμανός
νιώθει την απέραντη υπεροχή του απέναντι σ’ αυτό το μικροσκοπικό χαζόπραμα και
καθώς το βλέπει να τραβάει πάλι στο φανάρι για ν’ ανάψει, βρίσκει πως έχει
δίκιο ο Χίτλερ να βραχνιάζει πως οι Γερμανοί είναι έξυπνος και περιούσιος λαός,
που προορίστηκε από τη Θεία Πρόνοια να καβαλήσει όλους τους λαούς που είναι
κουτοί.
με τα οποία
ειρωνεύεται την γερμανική ιδεολογία της υπεροχής που καταρρίπτεται από τα
παιδιά: τα ξέρει αυτά ο κάθε Γερμανός … η πονηριά είναι το όπλο τους. Η
ανθρωπιά είναι πολυτέλεια περιττή … και τα μωρά. (σελίδα 82)
Τα πρόσωπα και ο χαρακτηρισμός τους.
Ο πιτσιρίκος:
- Κεφάτος,
φλύαρος, πειραχτήρι, μιμείται και σατιρίζει τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές, τους
οποίους δεν δείχνει να φοβάται!
- Αιφνιδιάζει, επιτίθεται την ώρα που ο Γερμανός δεν
τον περιμένει και αρπάζει από αυτόν ό,τι μπορεί: ρεζέρβες, ψωμί.
- Αντιστέκεται
στον κατακτητή με όπλο την πονηριά, γιατί αν προσπαθήσει να επιτεθεί δοκιμάζει την βία και την κακοποίηση: Στις αρχές που πρωτομπήκαν, παιδιά
πετροβόλησαν ένα αυτοκίνητο. Λυσσασμένος φρενάρισε και κατέβηκε ο
Γερμανός. Έπιασε ένα. Άδραξε το χέρι του παιδιού, το ’φερε στο γόνατό του
και το ’σπασε, όπως σπάζεις ένα ξύλο.
- Οι πιτσιρίκοι
ενδιαφέρονται να αρπάξουν ένα
ξεροκόμματο από το γερμανικό φαγητό αλλά δεν αρκούνται σε αυτό. Προχωρούν σε
οργανωμένες επιθέσεις. Σύμφωνα με τον συγγραφέα: ενδιαφέρεται πώς θα
στραβώσει αυτόν το φοβερό Κύκλωπα, που τρέμει όλος ο κόσμος.
- Γίνεται
λοιπόν, πολυμήχανος, ευρηματικός
αναζητώντας τρόπους να παγιδεύσει
τον Γερμανό φρουρό. Χρησιμοποιεί την ειρωνεία και το χιούμορ, κάνει
τον γελωτοποιό, αρκεί να ξεγελάσει
τον αντίπαλο. Ο ομηρικός ήρωας τούτη τη φορά είναι
ένα παιδάκι δέκα χρόνων.
- Η δύναμή του πηγάζει από την παρέα του.
Όπως ο Οδυσσέας στηριζόταν στους συντρόφους του, έτσι και ο πιτσιρίκος
επιχειρεί έχοντας συνεργάτες, μια
ολόκληρη παρέα παιδιών.
Ο Γερμανός: είναι βίαιος, απάνθρωπος, γνωρίζει μόνο την βία και την
επιβολή. Θεωρεί ανώτερο τον εαυτό του αλλά
ταυτόχρονα παγιδεύεται και υποτιμά τους Έλληνες οι οποίοι αντιστέκονται.
Με τη βία και την πείνα προσπαθεί να κάμψει την Αντίσταση των Ελλήνων. Απορεί
μάλιστα γιατί οι Έλληνες αντιστέκονται
και δεν υποτάσσονται.
Κακοποιεί ακόμη και μικρά παιδιά.
Ο
Γερμανός που φρουρεί το φορτηγό είναι αφελής και ανόητος, υποτιμά τον πιτσιρίκο: τι κουτοί που είναι οι
πιτσιρίκοι στην Ελλάδα.
Ο συγγραφέας τον παρομοιάζει με
τον Ομηρικό Κύκλωπα : εκπροσωπεί έναν
απολίτιστο και βίαιο άνθρωπο που
περιφρονεί τους αδύναμους. Η ισχύς του
που είναι η βία και η αγριότητα
νικιούνται από την ευφυΐα και το
πολυμήχανο πνεύμα που εκπροσωπεί ο
πιτσιρίκος, ο Οδυσσέας της
νεώτερης ελληνικής ιστορίας.
Οι Γερμανοί: βίαιοι και απάνθρωποι. Εξαναγκάζουν σε πείνα και
εξαθλίωση τον ελληνικό λαό. Ο συγγραφέας αφηγείται το περιστατικό με το παιδί
που του έσπασε το χέρι ένας Γερμανός και σχολιάζει σε άλλο σημείο: η ανθρωπιά είναι πολυτέλεια περιττή. Στο
επεισόδιο με τον πιτσιρίκο εμφανίζονται αφελείς και εύπιστοι: τι κουτοί που είναι οι πιτσιρίκοι στην
Ελλάδα. Αισθάνεται ανώτερος μόνο και μόνο επειδή είναι Γερμανός: έχει δίκιο
ο Χίτλερ να φωνάζει πως οι Γερμανοί είναι έξυπνος και περιούσιος λαός. Όταν
αποκαλύπτεται η κλοπή το χαμόγελό του χάνεται και τη θέση του παίρνει η
έκπληξη και στη συνέχεια η οργή,
η λύσσα όπως λέει ο συγγραφέας.
Αντιθέσεις :
ένας πελώριος
Γερμανός νιώθει την υπεροχή του απέναντι
σε αυτό το μικροσκοπικό χαζόπραμα,
ένας
ακήρυκτος πόλεμος ανάμεσα στα θηρία
και στα πεινασμένα αλητάκια.
Παρομοίωση:
πιτσιρίκος – Οδυσσέας, Γερμανός – Κύκλωπας.
χυμούν σαν αετοί
Μεταφορές:
οι ρεζέρβες κάνουν φτερά
το μυαλουδάκι της μαρίδας
Σαλταδόροι: οι νέοι που πηδούσαν πάνω στα γερμανικά
αυτοκίνητα και άρπαζαν τρόφιμα ή άλλα χρήσιμα αντικείμενα
Μιχάλη Γενίτσαρη, «Σαλταδόρος (Θα σαλτάρω)»
Ζηλεύουνε δεν θέλουνε ντυμένο να
με δούνε
μπατίρη θέλουν να με δουν για να
φχαριστηθούνε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μα 'γω πάντα βολεύομαι γιατί τήνε
σαλτάρω
σε καν' αμάξι Γερμανού και πάντα
τη ρεφάρω.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.
Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα
κυνηγάμε
γιατ' έχουνε πολλά λεφτά και
μόρτικα περνάμε.
Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα
κάνε ντου και σήκω φεύγα.
Οι Γερμανοί μας κυνηγούν, μα
'μεις δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να
σκοτωθούμε.
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω
Παλιό ρεμπέτικο τραγούδι του 1942
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου